- ευγονία
- ηη απόκτηση καλών απογόνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐγονία — εὐγονίᾱ , εὐγονία fruitfulness fem nom/voc/acc dual εὐγονίᾱ , εὐγονία fruitfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγονίᾳ — εὐγονίαι , εὐγονία fruitfulness fem nom/voc pl εὐγονίᾱͅ , εὐγονία fruitfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγονία — η (ΑΜ εὐγονία) [εύγονος] νεοελλ. η απόκτηση υγιών απογόνων αρχ. μσν. γονιμότητα, ευφορία … Dictionary of Greek
εὐγονίας — εὐγονίᾱς , εὐγονία fruitfulness fem acc pl εὐγονίᾱς , εὐγονία fruitfulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγονίαν — εὐγονίᾱν , εὐγονία fruitfulness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγονιῶν — εὐγονία fruitfulness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
θεσμοφόρια — Αρχαία γιορτή προς τιμήν της Θεσμοφόρας Δήμητρας, σχετική με τη γονιμότητα της γης και την ευγονία των γυναικών. Τα Θ., στα οποία μετείχαν μόνο έγγαμες γυναίκες, τελούνταν τον μήνα Πυανεψιώνα (μέσα Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου), που συνέπιπτε με … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
Κίλλεια — Αρχαία τοποθεσία στην Αττική, κοντά στον Υμηττό. Ονομαζόταν επίσης ΚίλληΚύλλη. Στην τοποθεσία αυτή υπήρχε μια πηγή με ιαματικό νερό, που ονομαζόταν Κύλλου πέραν, κοντά στην οποία βρισκόταν ιερό της Αφροδίτης. Η Κ. ήταν πολυσύχναστος τόπος και… … Dictionary of Greek